Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφαλάω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
παμφερής
πάμφημος
πάμφθαρτος
πάμφθερσις
πάμφθογγος
πάμφιλος
Πάμφιλος
πάμφλεκτος
παμφόβερος
View word page
παμφάρμακος
skilled in all charms

ShortDef

skilled in all charms

Debugging

Headword:
παμφάρμακος
Headword (normalized):
παμφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
παμφαρμακος
IDX:
64743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64744
Key:

Data

{'content': 'skilled in all charms'}