Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφαλάω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
παμφερής
πάμφημος
πάμφθαρτος
πάμφθερσις
πάμφθογγος
πάμφιλος
View word page
παμφαίνω
to shine
ShortDef
to shine
Debugging
Headword:
παμφαίνω
Headword (normalized):
παμφαίνω
Headword (normalized/stripped):
παμφαινω
IDX:
64740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64741
Key:
Data
{'content': 'to shine'}