Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
View word page
ἀνασεισίφαλλος
phallum agitans

ShortDef

phallum agitans

Debugging

Headword:
ἀνασεισίφαλλος
Headword (normalized):
ἀνασεισίφαλλος
Headword (normalized/stripped):
ανασεισιφαλλος
IDX:
6473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6474
Key:

Data

{'content': 'phallum agitans'}