Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφαλάω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
παμφερής
πάμφημος
View word page
πάμπυος
full of pus
ShortDef
full of pus
Debugging
Headword:
πάμπυος
Headword (normalized):
πάμπυος
Headword (normalized/stripped):
παμπυος
IDX:
64736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64737
Key:
Data
{'content': 'full of pus'}