Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφαλάω
παμφανόων
παμφάρμακος
View word page
παμπρόσωπος
all face
ShortDef
all face
Debugging
Headword:
παμπρόσωπος
Headword (normalized):
παμπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
παμπροσωπος
IDX:
64733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64734
Key:
Data
{'content': 'all face'}