Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
View word page
παμπότνια
all-venerable
ShortDef
all-venerable
Debugging
Headword:
παμπότνια
Headword (normalized):
παμπότνια
Headword (normalized/stripped):
παμποτνια
IDX:
64730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64731
Key:
Data
{'content': 'all-venerable'}