Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
View word page
παμπόρφυρος
all-purple

ShortDef

all-purple

Debugging

Headword:
παμπόρφυρος
Headword (normalized):
παμπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
παμπορφυρος
IDX:
64729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64730
Key:

Data

{'content': 'all-purple'}