Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
View word page
παμπληθύω
to be plentiful
ShortDef
to be plentiful
Debugging
Headword:
παμπληθύω
Headword (normalized):
παμπληθύω
Headword (normalized/stripped):
παμπληθυω
IDX:
64720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64721
Key:
Data
{'content': 'to be plentiful'}