Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
View word page
παμπληθής
in or with their whole multitude

ShortDef

in or with their whole multitude

Debugging

Headword:
παμπληθής
Headword (normalized):
παμπληθής
Headword (normalized/stripped):
παμπληθης
IDX:
64718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64719
Key:

Data

{'content': 'in or with their whole multitude'}