Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
View word page
παμπληθεί
with the whole multitude

ShortDef

with the whole multitude

Debugging

Headword:
παμπληθεί
Headword (normalized):
παμπληθεί
Headword (normalized/stripped):
παμπληθει
IDX:
64717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64718
Key:

Data

{'content': 'with the whole multitude'}