Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
View word page
παμπλείων
much greater
ShortDef
much greater
Debugging
Headword:
παμπλείων
Headword (normalized):
παμπλείων
Headword (normalized/stripped):
παμπλειων
IDX:
64716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64717
Key:
Data
{'content': 'much greater'}