Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολις
View word page
πάμπλειστος
in large quantity, number
ShortDef
in large quantity, number
Debugging
Headword:
πάμπλειστος
Headword (normalized):
πάμπλειστος
Headword (normalized/stripped):
παμπλειστος
IDX:
64715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64716
Key:
Data
{'content': 'in large quantity, number'}