Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
View word page
παμπήδην
entirely
ShortDef
entirely
Debugging
Headword:
παμπήδην
Headword (normalized):
παμπήδην
Headword (normalized/stripped):
παμπηδην
IDX:
64713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64714
Key:
Data
{'content': 'entirely'}