Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύω
View word page
παμπάμων
possessing all

ShortDef

possessing all

Debugging

Headword:
παμπάμων
Headword (normalized):
παμπάμων
Headword (normalized/stripped):
παμπαμων
IDX:
64710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64711
Key:

Data

{'content': 'possessing all'}