Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
View word page
ἀνασβέννυμι
quench, damp
ShortDef
quench, damp
Debugging
Headword:
ἀνασβέννυμι
Headword (normalized):
ἀνασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανασβεννυμι
IDX:
6470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6471
Key:
Data
{'content': 'quench, damp'}