Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπληθεί
παμπληθής
View word page
παμπάλαιος
very old

ShortDef

very old

Debugging

Headword:
παμπάλαιος
Headword (normalized):
παμπάλαιος
Headword (normalized/stripped):
παμπαλαιος
IDX:
64708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64709
Key:

Data

{'content': 'very old'}