Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
View word page
παμμυσαρός
completely loathsome, abominable

ShortDef

completely loathsome, abominable

Debugging

Headword:
παμμυσαρός
Headword (normalized):
παμμυσαρός
Headword (normalized/stripped):
παμμυσαρος
IDX:
64704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64705
Key:

Data

{'content': 'completely loathsome, abominable'}