Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
View word page
ἀνασάττω
load up, pile up
ShortDef
load up, pile up
Debugging
Headword:
ἀνασάττω
Headword (normalized):
ἀνασάττω
Headword (normalized/stripped):
ανασαττω
IDX:
6469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6470
Key:
Data
{'content': 'load up, pile up'}