Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
παμπάλαιος
View word page
παμμιγής
all-mingled, promiscuous

ShortDef

all-mingled, promiscuous

Debugging

Headword:
παμμιγής
Headword (normalized):
παμμιγής
Headword (normalized/stripped):
παμμιγης
IDX:
64698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64699
Key:

Data

{'content': 'all-mingled, promiscuous'}