Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
παμπαθής
παμπαιδί
View word page
παμμίαρος
all-abominable
ShortDef
all-abominable
Debugging
Headword:
παμμίαρος
Headword (normalized):
παμμίαρος
Headword (normalized/stripped):
παμμιαρος
IDX:
64697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64698
Key:
Data
{'content': 'all-abominable'}