Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
πάμμουσος
παμμύριος
παμμυσαρός
πάμνηστος
View word page
παμμῆτις
all-knowing, all-planning
ShortDef
all-knowing, all-planning
Debugging
Headword:
παμμῆτις
Headword (normalized):
παμμῆτις
Headword (normalized/stripped):
παμμητις
IDX:
64695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64696
Key:
Data
{'content': 'all-knowing, all-planning'}