Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμμαχί
παμμαχία
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
πάμμορφος
View word page
παμμήκης
very long, prolonged

ShortDef

very long, prolonged

Debugging

Headword:
παμμήκης
Headword (normalized):
παμμήκης
Headword (normalized/stripped):
παμμηκης
IDX:
64691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64692
Key:

Data

{'content': 'very long, prolonged'}