Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμμάταιος
παμμαχί
παμμαχία
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμικρος
πάμμορος
View word page
πάμμετρος
in all kinds of metres

ShortDef

in all kinds of metres

Debugging

Headword:
πάμμετρος
Headword (normalized):
πάμμετρος
Headword (normalized/stripped):
παμμετρος
IDX:
64690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64691
Key:

Data

{'content': 'in all kinds of metres'}