Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμβῶτις
Παμισός
Πάμισος
πάμμακαρ
παμμάταιος
παμμαχί
παμμαχία
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
παμμήτωρ
View word page
παμμείλιχος
exceeding mild

ShortDef

exceeding mild

Debugging

Headword:
παμμείλιχος
Headword (normalized):
παμμείλιχος
Headword (normalized/stripped):
παμμειλιχος
IDX:
64686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64687
Key:

Data

{'content': 'exceeding mild'}