Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάμβοτος
παμβῶτις
Παμισός
Πάμισος
πάμμακαρ
παμμάταιος
παμμαχί
παμμαχία
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
παμμῆτις
View word page
παμμεγέθης
very great, immense

ShortDef

very great, immense

Debugging

Headword:
παμμεγέθης
Headword (normalized):
παμμεγέθης
Headword (normalized/stripped):
παμμεγεθης
IDX:
64685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64686
Key:

Data

{'content': 'very great, immense'}