Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παμβότανον
πάμβοτος
παμβῶτις
Παμισός
Πάμισος
πάμμακαρ
παμμάταιος
παμμαχί
παμμαχία
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμείλιχος
παμμέλας
παμμελής
πάμμεστος
πάμμετρος
παμμήκης
πάμμηνις
πάμμηνος
παμμήστωρ
View word page
πάμμεγας
very great, immense

ShortDef

very great, immense

Debugging

Headword:
πάμμεγας
Headword (normalized):
πάμμεγας
Headword (normalized/stripped):
παμμεγας
IDX:
64684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64685
Key:

Data

{'content': 'very great, immense'}