Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
View word page
ἄναρχος
without head
ShortDef
without head
Debugging
Headword:
ἄναρχος
Headword (normalized):
ἄναρχος
Headword (normalized/stripped):
αναρχος
IDX:
6466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6467
Key:
Data
{'content': 'without head'}