Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλτάζω
παλτεύω
παλτόν
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παματοφαγέω
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβδελυρός
παμβίας
παμβλαβής
Παμβοιώτιος
Παμβοιωτοί
πάμβορος
παμβότανον
πάμβοτος
παμβῶτις
Παμισός
Πάμισος
View word page
παμβδελυρός
utterly abominable

ShortDef

utterly abominable

Debugging

Headword:
παμβδελυρός
Headword (normalized):
παμβδελυρός
Headword (normalized/stripped):
παμβδελυρος
IDX:
64668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64669
Key:

Data

{'content': 'utterly abominable'}