Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλός
πᾶλος
πάλος
πάλσις
παλτάζω
παλτεύω
παλτόν
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παματοφαγέω
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβδελυρός
παμβίας
παμβλαβής
Παμβοιώτιος
Παμβοιωτοί
πάμβορος
παμβότανον
View word page
παματοφαγέω
confiscate
ShortDef
confiscate
Debugging
Headword:
παματοφαγέω
Headword (normalized):
παματοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
παματοφαγεω
IDX:
64664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64665
Key:
Data
{'content': 'confiscate'}