Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλμός
παλμουλάριος
παλμώδης
παλός
πᾶλος
πάλος
πάλσις
παλτάζω
παλτεύω
παλτόν
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παματοφαγέω
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβδελυρός
παμβίας
παμβλαβής
Παμβοιώτιος
View word page
παλτός
brandished, hurled
ShortDef
brandished, hurled
Debugging
Headword:
παλτός
Headword (normalized):
παλτός
Headword (normalized/stripped):
παλτος
IDX:
64661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64662
Key:
Data
{'content': 'brandished, hurled'}