Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
View word page
ἀναρχαΐζω
to make old again
ShortDef
to make old again
Debugging
Headword:
ἀναρχαΐζω
Headword (normalized):
ἀναρχαΐζω
Headword (normalized/stripped):
αναρχαιζω
IDX:
6464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6465
Key:
Data
{'content': 'to make old again'}