Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
παλλακίς
Παλλαντιάς
πάλλαξ
Παλλάς
Πάλλας
πάλλας
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
παλλικάριον
πάλλω
παλματίας
View word page
Παλλαντιάς
(κόρη) = Παλλάς

ShortDef

(κόρη) = Παλλάς

Debugging

Headword:
Παλλαντιάς
Headword (normalized):
παλλαντιάς
Headword (normalized/stripped):
παλλαντιας
IDX:
64638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64639
Key:

Data

{'content': '(κόρη) = Παλλάς'}