Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
παλλακίς
Παλλαντιάς
πάλλαξ
Παλλάς
Πάλλας
πάλλας
πάλλευκος
Παλληνεύς
View word page
παλλακεύω
to be a concubine

ShortDef

to be a concubine

Debugging

Headword:
παλλακεύω
Headword (normalized):
παλλακεύω
Headword (normalized/stripped):
παλλακευω
IDX:
64634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64635
Key:

Data

{'content': 'to be a concubine'}