Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
παλλακίς
Παλλαντιάς
πάλλαξ
Παλλάς
Πάλλας
πάλλας
πάλλευκος
View word page
παλλακεύομαι
to keep as a concubine

ShortDef

to keep as a concubine

Debugging

Headword:
παλλακεύομαι
Headword (normalized):
παλλακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παλλακευομαι
IDX:
64633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64634
Key:

Data

{'content': 'to keep as a concubine'}