Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
παλλακίς
Παλλαντιάς
πάλλαξ
Παλλάς
Πάλλας
πάλλας
View word page
παλλακεία
concubinage

ShortDef

concubinage

Debugging

Headword:
παλλακεία
Headword (normalized):
παλλακεία
Headword (normalized/stripped):
παλλακεια
IDX:
64632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64633
Key:

Data

{'content': 'concubinage'}