Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
παλλακίς
Παλλαντιάς
View word page
παλιτραχηλίζω
to be stiff-necked, refractory, contumacious
ShortDef
to be stiff-necked, refractory, contumacious
Debugging
Headword:
παλιτραχηλίζω
Headword (normalized):
παλιτραχηλίζω
Headword (normalized/stripped):
παλιτραχηλιζω
IDX:
64628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64629
Key:
Data
{'content': 'to be stiff-necked, refractory, contumacious'}