Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
παλλακῖνος
View word page
παλισσυτέω
rush quickly back

ShortDef

rush quickly back

Debugging

Headword:
παλισσυτέω
Headword (normalized):
παλισσυτέω
Headword (normalized/stripped):
παλισσυτεω
IDX:
64626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64627
Key:

Data

{'content': 'rush quickly back'}