Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλλα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύομαι
παλλακεύω
παλλακή
View word page
παλίσσυρτος
dragged back

ShortDef

dragged back

Debugging

Headword:
παλίσσυρτος
Headword (normalized):
παλίσσυρτος
Headword (normalized/stripped):
παλισσυρτος
IDX:
64625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64626
Key:

Data

{'content': 'dragged back'}