Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
παλίνωρος
παλιούρινος
παλιουρίς
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυρτος
View word page
παλιουροφόρος
made of the wood of the παλίουρος 1
ShortDef
made of the wood of the παλίουρος 1
Debugging
Headword:
παλιουροφόρος
Headword (normalized):
παλιουροφόρος
Headword (normalized/stripped):
παλιουροφορος
IDX:
64615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64616
Key:
Data
{'content': 'made of the wood of the παλίουρος 1'}