Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
παλίνωρος
παλιούρινος
παλιουρίς
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
View word page
παλιούρινος
made of παλίουρος

ShortDef

made of παλίουρος

Debugging

Headword:
παλιούρινος
Headword (normalized):
παλιούρινος
Headword (normalized/stripped):
παλιουρινος
IDX:
64612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64613
Key:

Data

{'content': 'made of παλίουρος'}