Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
παλίνωρος
παλιούρινος
παλιουρίς
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροια
παλίρροιβδος
παλίρροος
View word page
παλινῳδικός
palinodic
ShortDef
palinodic
Debugging
Headword:
παλινῳδικός
Headword (normalized):
παλινῳδικός
Headword (normalized/stripped):
παλινωδικος
IDX:
64610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64611
Key:
Data
{'content': 'palinodic'}