Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
παλίνωρος
παλιούρινος
παλιουρίς
παλίουρος
View word page
παλίντροπος
turned back, averted

ShortDef

turned back, averted

Debugging

Headword:
παλίντροπος
Headword (normalized):
παλίντροπος
Headword (normalized/stripped):
παλιντροπος
IDX:
64604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64605
Key:

Data

{'content': 'turned back, averted'}