Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
παλίνωρος
View word page
παλιντριβής
rubbed again and again

ShortDef

rubbed again and again

Debugging

Headword:
παλιντριβής
Headword (normalized):
παλιντριβής
Headword (normalized/stripped):
παλιντριβης
IDX:
64601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64602
Key:

Data

{'content': 'rubbed again and again'}