Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
View word page
παλιντράπελος
causing a change

ShortDef

causing a change

Debugging

Headword:
παλιντράπελος
Headword (normalized):
παλιντράπελος
Headword (normalized/stripped):
παλιντραπελος
IDX:
64600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64601
Key:

Data

{'content': 'causing a change'}