Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγνώριστος
ἀγνώς
ἀγνωσία
ἀγνωστί
ἄγνωστος
ἄγξις
ἀγόγγυστος
ἀγοήτευτος
ἀγόμφιος
ἀγόνατος
ἀγονέω
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
View word page
ἀγονέω
to be unfruitful
ShortDef
to be unfruitful
Debugging
Headword:
ἀγονέω
Headword (normalized):
ἀγονέω
Headword (normalized/stripped):
αγονεω
IDX:
645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-646
Key:
Data
{'content': 'to be unfruitful'}