Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
View word page
παλινστρόβητος
whirled
ShortDef
whirled
Debugging
Headword:
παλινστρόβητος
Headword (normalized):
παλινστρόβητος
Headword (normalized/stripped):
παλινστροβητος
IDX:
64595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64596
Key:
Data
{'content': 'whirled'}