Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπία
παλίντροπος
View word page
παλίνστρεπτος
turned backward

ShortDef

turned backward

Debugging

Headword:
παλίνστρεπτος
Headword (normalized):
παλίνστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
παλινστρεπτος
IDX:
64594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64595
Key:

Data

{'content': 'turned backward'}