Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
View word page
παλινστομέω
to speak words of ill omen

ShortDef

to speak words of ill omen

Debugging

Headword:
παλινστομέω
Headword (normalized):
παλινστομέω
Headword (normalized/stripped):
παλινστομεω
IDX:
64592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64593
Key:

Data

{'content': 'to speak words of ill omen'}