Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινοδία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντράπελος
View word page
παλίνσους
safe again, recovered

ShortDef

safe again, recovered

Debugging

Headword:
παλίνσους
Headword (normalized):
παλίνσους
Headword (normalized/stripped):
παλινσους
IDX:
64590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64591
Key:

Data

{'content': 'safe again, recovered'}