Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινλιθηγία
παλίννοστος
παλινοδέομαι
παλινοδία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλίνσους
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
View word page
παλίνσκιος
shaded over again, thick-shaded

ShortDef

shaded over again, thick-shaded

Debugging

Headword:
παλίνσκιος
Headword (normalized):
παλίνσκιος
Headword (normalized/stripped):
παλινσκιος
IDX:
64587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64588
Key:

Data

{'content': 'shaded over again, thick-shaded'}